[ ΤΡΙΤΗ ΑΠΟΨΗ ] Απο τα ΝΕΑ, σήμερα, 24.4.2007, του Βασίλη Καραποστόλη
«Μαθαίνω να βλέπω» Όπως το καθετί που κυκλοφορεί στην αγορά, έτσι και οι γνώσεις προσφέρονται πλέον σε εύχρηστα σχήματα. Κοφτές διατυπώσεις, αμεσότητα, γρηγοράδα. Όταν στα σχολεία οι μαθητές ανοίξουν τα βιβλία τους, πρέπει να είναι σίγουροι ότι δεν θα ταλαιπωρηθούν με μακρόσυρτες περιγραφές και με καθυστερήσεις που δεν ξέρει κανείς πού θα καταλήξουν. Ο καιρός της αφήγησης πέρασε, λένε οι παιδαγωγοί τους. Είναι ώρα λοιπόν αντί για τις διάφορες περιστροφές της σχολαστικής εποχής να γεμίσουν οι σελίδες των εγχειριδίων με ζωντανές, τραβηκτικές εικόνες.
Το οπτικό υλικό, θα μας πουν, ανοίγει την όρεξη για μάθηση. Αλλά κανείς δεν μας εξηγεί γιατί η όρεξη έχει κοπεί και χρειάζεται, υποτίθεται, μια τόνωση τέτοιου είδους. Στην πραγματικότητα η ανορεξία μεταφέρθηκε από το εκπαιδευτικό σύστημα προς τους μαθητές, πράγμα το οποίο συνέβη ακριβώς με την εγκατάλειψη του αφηγηματικού λόγου. Διστάζει πια το σχολείο να επωμιστεί το βάρος μιας διδασκαλίας που θα ερχόταν αντιμέτωπη με τον καταναλωτικό εθισμό. Γιατί αυτός ο εθισμός αποκαλύπτεται μέσα από την ανυπομονησία να τελειώνουμε με τις λέξεις και να ριχτούμε με βουλιμία σε ό,τι ερεθίζει το μάτι.
Με τη βραχυλογία τους πολλά διδακτικά κείμενα δίνουν, πράγματι, στην αρχή την εντύπωση πως σπεύδουν σε κάποιο τέρμα προτού κουραστεί ο αναγνώστης τους. Όμως, φευ, η αίσθηση του τερματισμού αναβάλλεται επ΄ αόριστον. Ακολουθούν άλλα ξεκινήματα, άλλες βιαστικές εκδρομούλες σε διάφορα «θέματα». Μέσα απ΄ αυτή την περιήγηση στην ποικιλία, το μόνο που δεν αποκομίζει ο μαθητής είναι η γνώση πώς να συνδέει μεταξύ τους τα ζητήματα και κυρίως πώς να συμπεραίνει. Κι εδώ έγκειται η κύρια διαφορά ανάμεσα στην πληθωρικά εικονοποιημένη διδασκαλία και στην αφήγηση. Από τη φύση της η πρώτη αυτοπροβάλλεται ως πλήρης και ολοκληρωμένη, ενώ στη δεύτερη απομένει στη σκέψη του αναγνώστη να βγάλει το απόσταγμα.
Είναι βέβαια αλήθεια ότι σε κάθε διήγηση ενυπάρχει μια τάση για υποδείξεις προς τον αποδέκτη της, στις καλύτερες όμως διηγήσεις η υπόδειξη δεν παίρνει ποτέ τη μορφή της ρητής νουθεσίας. Η φαντασία του αποδέκτη συμπληρώνει τα γεγονότα, συνθέτει ένα νόημα που το προσαρμόζει στην κατάστασή του. Έτσι, το να λένε ιστορίες οι δάσκαλοι και οι γονείς έχει πολύ μεγαλύτερο πρακτικό αντίκτυπο στη ζωή των παιδιών απ΄ ό,τι το συνεχές τσιμπολόγημα σε ζωγραφιές, φωτογραφίες, γελοιογραφίες κτλ. Μαθαίνουμε αυτά που κάνουμε, έλεγε ο πραγματιστής Ντιούι. Συνεπώς, πολύ σύντομα ο μαθητής δεν θα μαθαίνει παρά να βλέπει εικόνες. Και να φοβάται πως αν δεν το κάνει αυτό, θα χάνει έδαφος.
Α υτό του λένε. Επειδή γενικά στην εξιστόρηση ο χρόνος κυλά σχετικά αργά, οι σύγχρονοι χειριστές της διέγερσης έχουν φροντίσει να διαδώσουν ότι η επιβράδυνση αυτή μοιραία οδηγεί στην ύπνωση. Έτσι αντιπροτείνεται- ομολογημένα ή μη- το στυλ και το ήθος του ξύπνιου, οι έξυπνες, γρήγορες λύσεις, τα ακαριαία ρεφλέξ, τα κλικ του μυαλού, με δυο λόγια εκείνη η παμπάλαιη συνταγή της εγχώριας επιπολαιότητας και καπατσοσύνης, που τώρα μάλιστα επικυρώνεται αναπάντεχα από τη διεθνή πρεμούρα. Όλοι τρέχουν, όλοι μιλούν γι΄ αυτό. Για το πώς θα κόψουμε δρόμο- για να προφτάσουμε όμως τι ακριβώς;
Τουλάχιστον η κλασική εκείνη λογική της προόδου κατά τον 18ο και 19ο αιώνα όριζε τους στόχους της. Αντίθετα, η σύγχρονη ρητορική περί «ανανέωσης» αρκείται στο να προτείνει μια σύντομη διαδικασία αντικατάστασης μικρών συνηθειών. Η μικρολογία έγινε μέθοδος. Χάρη σ΄ αυτήν η αγορά μπαίνει φουριόζα στη σχολική αίθουσα και βάζει τα γυαλιά στον δάσκαλο. Να αλλάξεις, του λέει, τη διήγηση των κορυφαίων συμβάντων με πληροφορίες για τους απλούς και καθημερινούς ανθρώπους. Φυσικά είναι άνθρωποι που θα παραμένουν πάντα απλοί και καθημερινοί. Γιατί διαφορετικά μπορεί να φανερώσουν ξαφνικά μια πλευρά τους υπερβολικά τολμηρή και γενναιόψυχη, και τότε θ΄ αρχίσει ο πραγματικός μπελάς. Πώς να εξηγήσεις με μια - δυο φράσεις ότι είναι δυνατόν μια συνείδηση να υπερβεί το όριό της και να κάνει έναν άνθρωπο σκυμμένο πάνω από το χωράφι του, από τα εργαλεία του ή από τα βιβλία του, αγωνιστή ο οποίος αψηφά τα πάντα;
Τέτοιες μεταμορφώσεις έχουν συμβεί κάμποσες φορές, δεν είναι «μύθος» και δεν γίνεται να μην τις πληροφορηθούν και οι νεώτεροι. Το πρόβλημα θα λυθεί με τι άλλο; Με μερικές καλές φωτογραφίες. Θα τις βάλουν μέσα στα βιβλία και θα τις αφήσουν να μιλήσουν από μόνες τους. Μερικοί φαντάροι ανηφορίζουν στις χιονισμένες πλαγιές της Πίνδου. Αυτό λέγεται ελληνοϊταλικός πόλεμος. Μερικοί φοιτητές βρίσκονται πίσω από κάτι κάγκελα. Αυτό λέγεται απριλιανή χούντα. Με μια ματιά ο μαθητής βλέπει και κατατοπίζεται. Και γυρίζει γρήγορα σελίδα για να δει άλλες φωτογραφίες, λιγότερο μουντές.
Ο Βασίλης Καραποστόλης είναι καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών