Για την Ρηνιώ Παπανικόλα………..
Με την Ρηνιώ μας συνδέει ένα δενδράκι με 3 κλαριά που φυτέψαμε στον κήπο της ποίησης. Εκείνη, η Δέσποινα η Τομαζάνη κι εγώ την άνοιξη του 1996. Ήταν τότε που, μαζί με τη Ρηνιώ, καταστρώναμε την έκδοση της πρώτης μας ποιητικής συλλογής από τον ίδιο εκδότη. Με την ευκαιρία της έκδοσης, συναντηθήκαμε σ’ ένα ταβερνάκι της Καισαριανής. Απ’ την αρχή η Ρηνιώ με κέρδισε για το πνεύμα της, τις εύστοχες ερωτήσεις που έκανε με δήθεν αφέλεια και, κυρίως, για το χιούμορ της. Και βέβαια αυτό το χιούμορ δεν ήταν τίποτα άλλο από το γνωστό Μυτιληνιό χιούμορ. Μέσα από ευθείες ερωτήσεις, από παραβολές και γενικότητες, αν δεν πρόσεχες, αν δεν καταλάβαινες τον πειρασμό στην κουβέντα, κινδύνευες να πέσεις στην παγίδα του πειράγματος. Κι αυτό το πειραχτήρι ήταν αδίστακτο! Αλίμονο σου, αν απαντούσες, δεν θάχες ξεμπερδεμό και η μια παρόλα θάφερνε την άλλη και ξαφνικά θα ήσουν ευάλωτος και εκτεθειμένος. Εκεί συναντήσαμε τον Δημήτρη τον Πιατά, τον ηθοποιό που μόλις είδε τη Ρηνιώ πιάστηκαν από τα χέρια και γύριζαν γύρω-γύρω σαν τα μικρά παιδιά, χόρευαν και γελούσαν τρανταχτά, ενθυμούμενοι παλιές ιστορίες από το θέατρο. «Ρηνιώ μου» της έλεγε ο Πιατάς και γέμιζε το στόμα του από αγάπη.
Μετά μιλήσαμε στο τηλέφωνο. Κι εκεί πάλι η Ρηνιώ από το πρώτο «Ναι» ήτνα θαρρούσες σε ετοιμότητα για πλάκα ή πείραγμα. Ζούσε με τα λουλούδια της, τις γατούλες και τα γλυκά της του κουταλιού. Έκρυβε καλά μέσα της την ευαισθησία και τη θηλυκή πλευρά του ανθρώπου που κέρδιζε περισσότερο χρόνο για να φεύγει με το μυαλό του σε άλλους τόπους, ιδιωτικούς. Άλλωστε με την ευαισθησία αυτή μεταμορφώνονταν στη γοητευτική, ποιητική φωνή του ραδιοφώνου, μόνη μπροστά στο μικρόφωνο, χωρίς θεατές, σκάρωνε στιχάκια, παρόλες, μηνύματα. Κι έτσι έγινε η «νονά» τέτοιων εκπομπών κι εκείνη για πρώτη φορά μετάβαλε τον παρουσιαστή σε συνοδοιπόρο της στιγμής, της χαράς και τη λύπης του ακροατή. Πολλοί μιμήθηκαν τη Ρηνιώ από τότε, άλλοι καλά, άλλοι άσχημα. Καρικατούρες προσπάθησαν να προσομοιάσουν στο ποιοτικό κάλεσμα της φωνής της για συνύπαρξη και συντροφιά.
Όταν για πρώτη φορά διάβασα τα ποιήματά της στο τυπογραφείο ένιωσα μια ευχάριστη έκπληξη. Η Ρηνιώ έγραφε πράγματι καλά. Ήταν ήδη μια καλή ποιήτρια, ώριμη και αισθαντική κι ας εκδίδονταν για πρώτη φορά τα ποιήματά της. Αυτή, τόσα χρόνια τα ζέσταινε και τα φύλαγε με τόση στοργή και φροντίδα στον κόρφο της που, όταν άνοιξε και λευτερώθηκαν, έμοιαζαν πια έτοιμοι καρποί για μεταλαμπάδευση. Έτσι μπόλιασαν κι εμένα.
Δυστυχώς, δεν δόθηκε η ευκαιρία να έλθει η Ρηνιώ στη Μυτιλήνη, στην παρουσίαση που κάναμε στο θεατράκι των «Αστέγων». Ούτε αργότερα συναντηθήκαμε. Πάντα με τη Ρηνιώ πίστευα ότι υπήρχε άπειρος χρόνος, όπως πιστεύω ότι υπάρχει με όλους αυτούς τους σπουδαίους, μοναχικούς ανθρώπους που παραμένουν σιωπηλοί και σεμνοί αλλά γεμάτοι δύναμη με την ηπιότητα και την γλυκύτητα του έργου και του χαρακτήρα τους. Άλλωστε η Ρηνιώ, ήταν πάντα στρατευμένη με τον τρόπο της, ακόμα και σήμερα που όλοι λιμνάζουμε στον χρόνο που δεν φθάνει, όχι για τους άλλους αλλά ούτε και για τον ίδιο μας τον εαυτό.
Ρηνιώ μου, από τον τόπο που το φως ξεχωρίζει σαν κάτι μοναδικό στον κόσμο, το νησί του πατέρα σου και του τόπου όπου γεννήθηκες, αντιγράφω ένα ποίημά σου, μόνο για αρχή, για να σε θυμόμαστε και να σε τιμούμε:
«Προσέξτε, εσείς οι μοναχικοί κολυμβητές,
να ξεχωρίσετε μέσα στους κύκλους
που ζωγραφίζει
αλλεπάλληλα το θαλασσινό νερό
στο ταβάνι μιας σπηλιάς
τα δυο μεγάλα μάτια της Ελλάδας
τόνα το γαλάζιο και τ’αλλο το μελί
που μπορεί να σας κοιτάζουν
κουρνιασμένα ανάμεσα στους
ιριδισμούς των νερών.»